- Ινδοευρωπαίος
- οθηλ. -αία άνθρωπος που ανήκει στην ομοεθνία, η οποία μιλά γλώσσες που κατάγονται από την ινδοευρωπαϊκή, ο Ινδογερμανός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ινδοευρωπαίος — α μέλος μεγάλης προϊστορικής φυλετικής ομάδας η οποία διασπάστηκε σε διάφορες εθνότητες με αντίστοιχη γλωσσική διάσπαση τής κοινής πρωτογλώσσας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. εθν. όν. Indo European] … Dictionary of Greek
Ανίτα ή Αννίτα — Ινδοευρωπαίος πρίγκιπας. Κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετηρίδας, αφού υπέταξε τους Χετταίουςκαι ξεθεμελίωσε την πρωτεύουσά τους Χαττούσα, ίδρυσε τη Χετική αυτοκρατορία … Dictionary of Greek
Πιζάνι — (Pisani). Αριστοκρατική βενετσιάνικη οικογένεια αβέβαιης καταγωγής –ίσως από την Πίζα–, πολλά μέλη της οποίας ανήλθαν σε υψηλότατα αξιώματα (εκκλησιαστικά, διπλωματικά, στρατιωτικά κ.ά.). Σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αλβίζε, (1663 – 1741).… … Dictionary of Greek